επωστρίδα

επωστρίδα
η (Α ἐπωστρίς)
νεοελλ.
1. το μπροστινό τμήμα τού κινητού οπισθογομών όπλων
2. τμήμα τού κλείστρου πυροβόλων
αρχ.
αυτή η οποία ωθεί προς τα πάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”